αὐλείας — αὐλείᾱς , αὔλειος of fem acc pl αὐλείᾱς , αὔλειος of fem gen sg (attic doric aeolic) αὐλείᾱς , αὐλεία fem acc pl αὐλείᾱς , αὐλεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλείαν — αὐλείᾱν , αὔλειος of fem acc sg (attic doric aeolic) αὐλείᾱν , αὐλεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλειος — αὔλειος και αὔλιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν») 2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Κτέατος — Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση αναφέρει ότι ήταν γιος του Άκτορα, αδελφού του Αυλεία, ή του Ποσειδώνα. Μαζί με τον αδελφό του, Εύρυτο, αποτελούσαν τους Ακτορίωνες (βλ. λ.) ή Μολίωνες. Σύμφωνα με μία παράδοση, ο Κ. και ο γιος του, Αμφίμαχος,… … Dictionary of Greek
αὐλείαις — αὔλειος of fem dat pl αὐλεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλείην — αὔλειος of fem acc sg (epic ionic) αὐλεία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλείῃσι — αὔλειος of fem dat pl (epic ionic) αὐλεία fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὔλειαι — αὔλειος of fem nom/voc pl αὐλεία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)